Ή υπεροχή εις ύλικόν του Τούρκικου στόλου ήτο καταφανής. Τόσον από απόψεως αριθμού πυροβόλων του θωρηκτού στόλου, όσον και από απόψεως αριθμού ελαφρών σκαφών και οπλισμού αυτών, οι Τούρκοι υπερείχαν σημαντικώς. Ή δε υπεροχή των εις ύλικόν αύξανε ακόμη εκ του γεγονότος, ότι, χάρις εις το απόρθητο αυτών ορμητήριο εντός των στενών των Δαρδανελίων, εις αυτούς άνηκε ή πρωτοβουλία της εξόδου διά να συνάψουν ναυμαχία ή να επιχειρήσουν οιανδήποτε πολεμική ενέργεια.
Αι επιτελικαί μελέται επί της συγκριτικής δυνάμεως των δύο στόλων και των στρατηγικών συνθηκών υπό τας οποίας επρόκειτο να διεξαχθή ό επικείμενος πόλεμος, κατέληγαν εις το συμπέρασμα ότι ό Ελληνικός στόλος έπρεπε με κάθε θυσία να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο. Άλλ’ ή ένίσχυσις αύτη δεν ήτο κάτι το ευχερές. Εκτός των άλλων, δια την άγοράν νέων πλοίων, έλειπε κυρίως ό απαιτούμενος καιρός. Αφ’ έτερου οι βαλκανικοί σύμμαχοι έβιάζοντο να κατέλθουν όσον το δυνατόν ενωρίτερα εις τον αγώνα, ή δε Ελληνική Κυβέρνησις δεν ήθελε να χάση την ευκαιρία της από κοινού επιθέσεως εναντίον της Τουρκίας.
Ή δυσχερής θέσις, εις την οποίαν είχε περιέλθη ή Ελλάς, συνεζητεϊτο εις αλλεπάλληλα πολεμικά συμβούλια. Εις εν εξ αυτών, του οποίου προήδρευεν ό Πρωθυπουργός, εκλήθη και ό νέος Αρχηγός του Στόλου του Αιγαίου, ό πλοίαρχος Κουντουριώτης. Εις το δραματικό εκείνο συμβούλιoν το άτρομο θάρρος του νέου Αρχηγού και ή πεποίθηση του εις την νίκην κατώρθωσε να εμπνεύση την γενικήν έμπιστοσύνην. Επέτυχε να διαλύση τους επιτελικούς ενδοιασμούς και να εδραίωση την πεποίθηση, ότι και με άσθενέστερον υλικόν οι καλοί ναύται νικούν πάντοτε. Μετέδωσε την φλογεράν του πίστιν και ύψώνων την ήρωικήν του ψυχήν υπεράνω των σοφών υπολογισμών των γραφείων ανελάμβανε την ευθύνην να κυριάρχηση του Αιγαίου με τον υπάρχοντα στόλο, χωρίς άλλας επαυξήσεις της τελευταίας ώρας, εκτός εκείνης, πού είχεν ήδη πραγματοποιηθή διά της αγοράς των τεσσάρων άντιτορπιλικών τύπου Λέοντος. Μεταξύ άλλων, o Παύλος Κουντουριώτης υπογράμμισε στον Ελευθέριο Βενιζέλο τα παρακάτω:
«Εγώ κύριε Πρόεδρε δεν καταγίνομαι με το χι συν ψι και τας γωνίας αποκλίσεως. Ξεύρω να πω ένα πράγμα. Καράβια άνευ ικανού εμψύχου υλικού, είναι μόλυβδος βαρύς βυθιζόμενος εντός ύδατος. Σας διαβεβαιώ ότι με τα καράβια που έχομε θα κάμουμε καλά τη δουλειά μας».
Εις το προπολεμικόν εκείνο συμβούλιον ένίκησεν ο Κουντουριώτης την πρώτην του νίκην. Και ό Κυβερνήτης της Χώρας, πού αντιμετώπιζε το δυσχερέστατον πρόβλημα, αν ή Ελλάς θα βαδίση μέ τούς άλλους συμμάχους, αν ό Ελληνικός στόλος θά ήδύνατο νά εξασφάλιση τό κράτος της θαλάσσης, άπαραίτητον προϋπόθεσιν της συμμαχικής επιτυχίας, ευρήκεν είς τήν ρωμαλέαν εύψυχίαν τοϋ Κουντουριώτη τήν ψυχικήν διαπασών πού τοϋ έχρειάζετο. Αποδέχεται με ενθουσιασμόν και εύγνωμοσύνην την βεβαίωσιν τοϋ Αρχηγού τοϋ στόλου, μεταλαμβάνει της πίστεως του και με πατριωτικήν συγκίνησιν τοϋ σφίγγει τό χέρι. Ό κΰβος έρρίφθη. Ή Ελλάς θα έλάμβανεν μέρος είς τον Βαλκανικόν πόλεμον.
Για την επίδραση που είχε στον Πρωθυπουργό η στάση του Κουντουριώτη εκείνη την ημέρα, είναι χαρακτηριστική η επιστολή που του έστειλε ο Ελ. Βενιζέλος 21 χρόνια μετά, στην επέτειο της ναυμαχίας της Έλλης, την 3η Δεκεμβρίου 1933. Του έγραφε:
«Φίλτατε Ναύαρχε,
Είκοσι ένα χρόνια κλείουν σήμερα από την ημέρα, που με την ναυμαχία της Έλλης εξησφάλισες την κατά θάλασσαν υπεροπλίαν της Ελλάδος και των συμμάχων της και έτσι εξησφάλισες την τελικήν νίκην των. Όλοι οι Έλληνες σου είμεθα ευγνώμονες διά την νίκην σου αυτήν. Περισσότερον από όλους εκείνος, που γνωρίζει, ότι χωρίς την αδάμαστον αποφασιστικότητά σου και την πίστιν σου εις την κατά θάλασσαν νίκην μας, δεν θα απεφασίζαμεν να λάβωμεν μέρος εις τον πρώτον Βαλκανικόν Πόλεμον, με αποτέλεσμα ότι, αν μεν νικούσαν οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι, τα όριά μας θα έμεναν οριστικώς εις την Μελούνα ή το πολύ θα έφθαναν στον Αλιάκμονα, αν δε νικούσαν οι Τούρκοι, η ζωή των ομογενών της Αυτοκρατορίας θα απέβαινεν ανυπόφορος.
Με εξαίρετον τιμήν και αγάπην
Ελευθ. Κ. Βενιζέλος»