Πηγή: Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων 1912 – 1913
Τόμος Β΄
Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού
Στις 10 Ιανουαρίου ο Αρχιστράτηγος Διάδοχος Κωνσταντίνος έφτασε και εγκατέστησε το Στρατηγείο του στη Φιλιππιάδα, αναλαμβάνοντας τη διοίκηση όλων των μονάδων που υπήρχαν στην Ήπειρο, καθώς και τη διεύθυνση των επιχειρήσεων.
Το πρωί της επομένης ο Αρχιστράτηγος συναντήθηκε στο ύψ. Κανέτα με τον Αντιστράτηγο Σαπουντζάκη και, αφού ενημερώθηκε για τη γενική κατάσταση και την πρόοδο των επιχειρήσεων, αποφάσισε να επιτεθεί κατά της οχυρωμένης τοποθεσίας Μπιζανίου, μετά από κατάλληλη ανασυγκρότηση των μονάδων του Στρατού Ηπείρου.
Για τη διατήρηση των δυνάμεων ακμαίων, διέταξε τις μεραρχίες να εξασφαλίσουν στα τμήματα τους την αναγκαία ανάπαυση, τηρώντας στις προφυλακές τους μόνο τις απαραίτητες δυνάμεις, οι οποίες και να εναλλάσσονται.
Στο πλαίσιο της ανασυγκροτήσεως η Μεραρχία Ηπείρου μετονομάστηκε σε VIII Μεραρχία και τη διοίκηση του Τμήματος Στρατιάς Δεξιού (VI και VIII Μεραρχίες) ανέλαβε ο Αντιστράτηγος Σαπουντζάκης.
Το Απόσπασμα Χίου τέθηκε υπό τις διαταγές της IV Μεραρχίας και το Ανεξάρτητο Τάγμα διατέθηκε στη II Μεραρχία.
Ο Υποστράτηγος Μοσχόπουλος επανήλθε στη διοίκηση της IV Μεραρχίας και ο Υποστράτηγος Καλλάρης στη διοίκηση της II Μεραρχίας.
Συγκροτήθηκε Σύνταγμα Ιππικού Ηπείρου, από την ίλη Ιππικού που βρισκόταν στην Ήπειρο και δύο ακόμη ίλες που έφτασαν από τη Θεσσαλονίκη στις 13 Ιανουαρίου.
Οι μεραρχίες παρέμειναν στις θέσεις τους, με εξαίρεση την προώθηση ενός τάγματος της IV Μεραρχίας στην παρυφή του χωριού Μανολιάσα μέχρι το βράδυ της 12ης Ιανουαρίου, ύστερα από αγώνα και με σημαντικές απώλειες.
Στις 17 Ιανουαρίου το Γενικό Στρατηγείο, μετά από σχετική έγκριση του Υπουργείου Στρατιωτικών, διέταξε την αποστράτευση όλων των εθελοντικών σωμάτων, εκτός από αυτά που βρίσκονταν στην περιοχή του Αχέροντα και του Ολίτσικα, γιατί η παρουσία τους μετά τη σημαντική ενίσχυση του Στρατού Ηπείρου δεν κρινόταν απαραίτητη. Επιπλέον, επειδή τα σώματα αυτά δεν ήταν πλήρως οργανωμένα στρατιωτικώς και εκπαιδευμένα, είχαν παρουσιάσει αυξημένες απώλειες καθώς και κρούσματα απειθαρχίας, ιδίως σε βάρος των κατοίκων της περιοχής. Οι άντρες, αφού παρέδιναν τον οπλισμό τους στους επικεφαλής αξιωματικούς τους, θα επανέρχονταν στις εστίες τους.
Την ίδια ημέρα επίσης ο Αρχιστράτηγος έστειλε προσωπική επιστολή στον Αρχηγό των τουρκικών δυνάμεων Ιωαννίνων Εσσάτ Πασά, με την οποία του ζητούσε να παραδώσει την πόλη, ώστε να αποφευχθεί η άσκοπη αιματοχυσία, αφού άλλωστε η Οθωμανική Αυτοκρατορία με την έναρξη της Συνδια-σκέψεως στο Λονδίνο είχε παραιτηθεί κάθε δικαιώματος από τα εδάφη μεταξύ της Αδριατικής και της Θράκης. Ο στρατός που υπερασπιζόταν τα Ιωάννινα θα ήταν ελεύθερος να μεταφερθεί σε τόπο κοινής αποφάσεως με τον οπλισμό και τα εφόδια του. Η απάντηση του Εσσάτ Πασά δόθηκε μετά από δύο ημέρες και ήταν αρνητική.
Επακολούθησε άμεση ενημέρωση της Κυβερνήσεως και εντατική μεταφορά και συγκέντρωση πυρομαχικών και τροφίμων για τη γενική επίθεση κατά των Ιωαννίνων. Επίσης έγιναν διευθετήσεις στο ορεινό οδικό δίκτυο και διανοίχθηκαν νέοι δρόμοι για τις ανάγκες του πεδινού πυροβολικού. Ο καιρός στο μεταξύ χειροτέρευσε και πυκνό χιόνι κάλυψε την περιοχή, ενώ συχνά η ομίχλη δυσχέραινε την παρατήρηση και οι άντρες υπέφεραν από το δριμύ ψύχος. Το Απόσπασμα Μετσόβου, που είχε από τις 11 Ιανουαρίου προωθήσει το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων του στη γραμμή των χωριών Γότιστα—Δεμάτι—Ιτιά—Τρίστενο—Γρεβενίτι, διατάχθηκε στις 25 Ιανουαρίου να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του, ώστε να έχει ετοιμότητα επιθέσεως για την κατάληψη του Δρίσκου και, σε ευνοϊκές συνθήκες, να συνεχίσει την προέλαση του προς τα νότια της λίμνης Ιωαννίνων.
Στις 6 Φεβρουαρίου, επισκέφθηκε το μέτωπο ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος για να σχηματίσει από κοντά σαφή εικόνα της εκεί καταστάσεως και επιπλέον να συνεννοηθεί προσωπικά με τον Αρχιστράτηγο και να καθορίσουν από κοινού με ποιό τρόπο οι παραπέρα στρατιωτικές επιχειρήσεις θα μπορέσουν να εξυπηρετήσουν αποτελεσματικότερα το εθνικό συμφέρον.
Ο Πρωθυπουργός μετά τη Φιλιππιάδα, όπου ήταν το Γενικό Στρατηγείο, συνοδευόμενος από τον Αρχιστράτηγο επισκέφθηκε τον τομέα του μετώπου στο Μπιζάνι και στη συνέχεια αναχώρησε για την Πρέβεζα, προκειμένου να επιστρέψει στην Αθήνα.
Στις 9 Φεβρουαρίου, το Γενικό Στρατηγείο κοινοποίησε γενικές οδηγίες προς όλες τις μονάδες για την έγκαιρη μελέτη και προπαρασκευή της επικείμενης επιχειρήσεως. Σύμφωνα με τις οδηγίες αυτές, η κύρια προσπάθεια θα κατευθυνόταν προς τον τομέα Μπιζάνι—Κουτσελιό—Καστρίτσα και θα αναλαμβανόταν από τις II, VI, VIII Μεραρχίες και το Απόσπασμα Μετσόβου, με ταυτόχρονη δευτερεύουσα ενέργεια από το Απόσπασμα Ολίτσικα και την IV Μεραρχία προς τα υψώματα Άγιος Νικόλαος και Μανολιάσα αντίστοιχα.
Η όλη ενέργεια θα συνδυαζόταν με προέλαση της III Μεραρχίας και Αποσπάσματος της V Μεραρχίας από την Κορυτσά και τη Φούρκα προς τα νότια.
Στο μεταξύ στις 8 Φεβρουαρίου, έφτασε στην Καλαμπάκα, προερχόμενο από τη Θεσσαλονίκη, το 4ο Σύνταγμα Πεζικού της I Μεραρχίας. Ο διοικητής του, Συνταγματάρχης Παπακυριαζής Ιωάννης, έλαβε εντολή από το Γενικό Στρατηγείο να συγκροτήσει Μικτή Ταξιαρχία από το 4ο Σύνταγμα, το πρώην Απόσπασμα Μήτσα που βρισκόταν στο Μέτσοβο, ένα τάγμα που είχε σταλεί από το εσωτερικό και μια ταχυβόλο πυροβολαρχία, με σκοπό να διανοίξει τη διάβαση Δρίσκου και να συνδράμει στη γενική επίθεση κατά των Ιωαννίνων, καταλαμβάνοντας την Καστρίτσα.
Από τις 15 Φεβρουαρίου η Ταξιαρχία αυτή τέθηκε στη διάθεση του Τμήματος Στρατιάς Δεξιού. Αποστολή της ήταν να εξασφαλίσει το Μέτσοβο με μικρό τμήμα, ενώ με τις υπόλοιπες δυνάμεις της, αφού εκκαθαρίσει την περιοχή, να περάσει τον Άραχθο και να επιτεθεί κατά των τουρκικών δυνάμεων στα χωριά Δαφνούλα και Δρίσκος και να συνδεθεί με το Τμήμα Στρατιάς Δεξιού. Με άλλη διαταγή συγκροτήθηκε γενική εφεδρεία από το 15ο Σύνταγμα Πεζικού, το Ιο Σύνταγμα Ευζώνων και ένα τάγμα του 17ου Συντάγματος, η οποία συγκεντρώθηκε στα χωριά Αετοράχη και Ελληνικό.
Στις 12 Φεβρουαρίου, εξάλλου, αποβιβάστηκε στην Πρέβεζα μία μοίρα Πεδινού Πυροβολικού (των δύο πυροβολαρχιών), προερχόμενη από τη θεσσαλονίκη και διατέθηκε στο Διοικητή Πυροβολικού Στρατιάς.
Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα οι Τούρκοι ασχολήθηκαν εντατικά με τη συμπλήρωση της αμυντικής τους οργανώσεως, κυρίως στο Οχυρό Μπιζάνι και στην περιοχή του χωριού Κουτσελιό.