Το θρυλικό και ηρωικό καριοφίλι ήταν το πιο διαδεδομένο όπλο των αγωνιστών του 1821. Στην πραγματικότητα πρόκειται για το ευρωπαϊκό «αρκεβούζιο» (αγγλ. arquebus) (γαλλ. arquebuse).
Πρόκειται για ένα εξαιρετικά μακρύκαννο εμπροσθογεμές τυφέκιο με λεία κάννη, ο αρχικός σχεδιασμός του οποίου έλκεται από τον 16ο αιώνα και το οποίο εξελίχθηκε ως τα τέλη του 18ου αιώνα. Αρχικά η πυροδότηση γινόταν με φυτίλι, αλλά με την πάροδο του χρόνου αυτό αντικαταστάθηκε από σύστημα πυροδότησης με πυριτόλιθο (τσακμακόπετρα). Έως το 1820 περίπου, η εκπυρσοκρότησή τους επιτυγχανόταν με τη χρήση του μηχανισμού αυτού, που ήταν μία ισπανική επινόηση. Οι Έλληνες αποκαλούσαν τον πυριτόλιθο «ντουφεκόπετρα» ή «ατσαλόπετρα». Ο πυριτόλιθος προκαλούσε σπινθήρα κατά την κρούση της σφύρας (κόκκορα ή λύκου) στον άκμονα (κάλυμμα σκάφης) του όπλου, ο οποίος άναβε την πυρίτιδα.
Κατά τη δεκαετία του 1820 τα τυφέκια εφοδιάσθηκαν με μηχανισμό πυροδότησης με καψύλλιο. Το καψύλλιο της εποχής αποτελείτο από εκρηκτικό (ή πυροκροτικό) υδράργυρο ο οποίος εμπεριεχόταν σε θήκη από φύλλο χαλκού και τοποθετείτο στον άκμονα του όπλου, σε υποδοχή από ατσάλι. Η σημαντική αυτή καινοτομία επέφερε σημαντικές αλλαγές στη φιλοσοφία πυροδότησης του όπλου, καθώς καταργήθηκε η σκάφη πυρίτιδας και η οπή της κάννης. Το καψύλλιο ήταν πιο αξιόπιστη λύση από τον πυριτόλιθο για την πυροδότηση του τυφεκίου. Παράλληλα, μια άλλη μεγάλη καινοτομία υπήρξε η αντικατάσταση της χρήσης χύμα πυρίτιδας (μπαρούτης ή μπαρουτιού) με τη χρήση προετοιμασμένων χάρτινων φυσιγγίων πυρίτιδας (φουσέκια ή καρτούτσια) και πολύ σύντομα με χάρτινα φυσίγγια ενσωματωμένης βολίδας (μπαρουτόβολα). Με τον τρόπο αυτό, αν και το καριοφίλι παρέμενε εμπροσθογεμές, η διαδικασία της γέμισης και πυροδότησης συντομεύθηκε σημαντικά.
Το βεληνεκές («τίρο») του καριοφυλιού επηρεαζόταν πολύ από τις καιρικές συνθήκες (π.χ. υγρασία), οι οποίες επηρέαζαν σημαντικά την αποτελεσματικότητα της πυρίτιδας. Το παλιό καριοφύλι με την τσακμακόπετρα είχε βεληνεκές περίπου 150 μέτρων, αλλά στην πραγματικότητα ήταν αποτελεσματικό σε απόσταση 40-50 μέτρων. Στη βελτιωμένη του έκδοση με τον πυροδοτικό μηχανισμό καψυλλίου, είχε βεληνεκές γύρω στα 400 μέτρα, αλλά ήταν αποτελεσματικό μεταξύ 100 και 150 μέτρων. Το βεληνεκές του εξαρτάτο και από διάφορους άλλους παράγοντες, με κυριότερο το μήκος της κάννης του. Η μακριά κάννη προσέδιδε στο πυροβόλο μεγαλύτερη ευθυβολία και στο βλήμα («βόλι») μεγαλύτερη επιτάχυνση και κρουστική ισχύ.
Για την προέλευση της ονομασίας «καριοφίλι» υπάρχουν αρκετές εκδοχές. Ο Βαλαωρίτης δίνει την ποιητική εξήγηση «Ωνομάσθησαν ούτω, διότι έφερον κεχαραγμένον εν κυκλοειδή ζώνη το ομώνυμον εύοσμον φυτόν όπερ καλούμεν καρυοφίλλι». Ο Λεβίδης το μεταθέτει από τη λέξη φυλλοκάρδι. Ο Κωνσταντίνος Σάθας όμως, του οποίου η άποψη φαίνεται να είναι και η επικρατέστερη, υποστήριξε ότι πήρε το όνομά του από τη φίρμα «Carlo e Figli» (Κάρλο & Υιοί) που κατασκεύαζε τέτοια όπλα στη Βενετία. Πολλά από τα τυφέκια που χρησιμοποιήθηκαν στη Χερσόνησο του Αίμου κατά τον 18ο αιώνα, κατασκευάσθηκαν από αυτήν τη βιοτεχνία. Ανεξάρτητα από την προέλευσή τους, όλα τελικά τα τυφέκια αυτού του τύπου έμειναν γνωστά με την παραδοσιακή αυτή «Καριοφίλι».
Το καριοφίλι βρισκόταν στα χέρια των Ελλήνων κλεφτών και αρματολών πολύ πριν την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Ήταν ένα βαρύ και δύσχρηστο όπλο. Ο μηχανισμός πυροδότησης με πυριτόλιθο αντιμετώπιζε πολλές φορές προβλήματα από τις καιρικές συνθήκες. Η μακριά του κάννη εξασφάλιζε μεγάλη ακρίβεια βολής, αλλά για να επιτευχθεί αυτό, το όπλο έπρεπε να στηρίζεται. Παρά το γεγονός ότι ήταν χαρακτηριστικά κατώτερο από τα σύγχρονα όπλα της εποχής και σχετικά απαρχαιωμένο, ήταν το αγαπημένο όπλο των αγωνιστών του 1821 και χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον κατά τη διάρκεια της Επανάστασης.
Τα παλαιότερα καριοφίλια τοποθετούνται χρονικά γύρω στο 1750 και οι πυροδοτικοί τους μηχανισμοί προέρχονταν σχεδόν αποκλειστικά από την Ιταλία.Τα όπλα που σώζονται από εκείνη την εποχή, παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία σε σχήματα κάννης και κοντακίου αλλά και σε στολισμό. Τα περισσότερα φέρουν εξαίρετη διακόσμηση, συνήθως με σκαλισμένα φύλλα ασημιού (επάργυρα), και για τον λόγο αυτό ήταν ακριβά και αποτελούσαν έναν μικρό θησαυρό για τον κάτοχό τους ή για εκείνον που τα κέρδιζε ως λάφυρο. Τα τυφέκια κρέμονταν από τον ώμο τού πολεμιστή κατά την πορεία ή την ανάπαυση, με τον αορτήρα, έναν δερμάτινο ιμάντα. Τα καριοφίλια πολλών στρατιωτικών αρχηγών ήταν χρυσοποίκιλτα και ασημοποίκιλτα. Από την ασημένια διακόσμησή τους πήραν και τον χαρακτηρισμό «ασημοκαπλατισμένα».
Αν και γενικά όλα τα τυφέκια της εποχής είχαν τη γενική ονομασία «καριοφίλι», οι ιδιοκτήτες τους τα ξεχώριζαν σε είδη ανάλογα με το λαμνί (κάννη), τις φωτιές, το μάκρος του και τα «παφίλια» που το κρατούσανε δεμένο στο κοντάκι (πέντε ως οκτώ παφίλια). Μερικά από τα είδη καριοφιλιών ήταν: Φιλύντρα, Λαζαρίνα, Μιλιώνι, Νταλιάνι, Τρικιώνι, Αρμούτι, Γκιζαήρ, Σισανές, Ντάντσικα, Σαρμάς, Σαρμά-Σισανές, Χαρέ Σαρμά, Παπά Καριοφίλι, Ψαλιδιάς, Σαντέ, Μαντζάρι κ.ά. Σώζεται και το δημοτικό τραγούδι:
«Νταλιάνι μου στον πόλεμο κι’ Αρμούτι στο σημάδι, και καριοφίλι στη φωνή σαν άξιο παλληκάρι»
Το καριοφίλι ήταν από τα αγαπημένα όπλα των αγωνιστών που τα βάφτιζαν και με ξεχωριστό όνομα. Ο Αθανάσιος Διάκος το έλεγε «παπαδιά», ο Καραϊσκάκης «Βασιλική», ο Δημ. Μακρής «Λιάρο» κ.λπ.